εκκοκκιστικός

εκκοκκιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εκκόκκιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκοκκιστικός — ή, ό που χρησιμεύει στην εκκόκκιση (βλ. λ.): Εκκοκκιστικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”